- καθίσας
- καθίσᾱς , καθίζωaB*aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)καθίσᾱς , καθίζωaB*aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Minuscule 47 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 47 Text Gospels Date 15th century Script Greek … Wikipedia
PROSEUCHA — a Graeco, προσευχὴ, i. e. precatio, Metonymice locum precationis seu Oratorium Iudaeorum saepissime signiscat: qualia loca an a Synagogis Scholisque Iudaeorum fuerint diversa, in quaestione est. Beza Notis in Actor. c. 16. v. 13. eadem cum… … Hofmann J. Lexicon universale
καθίζω — (AM καθίζω, Α ιων. τ. κατίζω) (μτβ.) 1. βάζω κάποιον να καθίσει, δίνω θέση, τοποθετώ (α. «μέ κάθισε δίπλα του» β. «πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) κάθομαι, παίρνω στάση καθημένου, παίρνω θέση (α. «κάθισε… … Dictionary of Greek
όλμος — Πυροβόλο με μήκος κατώτερο των δέκα διαμετρημάτων και βασικά χαρακτηριστικά τη χαμηλή αρχική ταχύτητα των βλημάτων του και τη μεγάλη καμπυλότητα της τροχιάς τους. Η βολή του ό. γίνεται με γωνίες ύψωσης ανώτερες των 45° και συνεπώς με μεγάλες… … Dictionary of Greek